τροχόσφαιρα

τροχόσφαιρα
η, Ν
ζωολ. η τροχοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trochosphaera (< τροχός + σφαίρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τροχοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τροχούς, που κινείται πάνω σε τροχούς («τροχοφόρο όχημα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τροχοφόρος προνύμφη 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. τροχοφόρο 4. φρ. «τροχοφόρος προνύμφη» ζωολ. μικρή διαφανής σφαιρική ή αχλαδόμορφη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”